- διαχυτική
- διαχυτικόςable to dissolvefem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek
διαχυτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που εκδηλώνει με μεγάλη θέρμη συναισθήματα φιλίας, αγάπης και χαράς, ο ανοιχτόκαρδος: Η γυναίκα του είναι πάντα διαχυτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)